ρονιά

ρονιά
η
1) капля (дождевая); 2) слеза;

τα μάτια μου έτρεχαν ρονιές — слёзы текли у меня из глаз


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ρονιά" в других словарях:

  • ρονιά — και ρουνιά, η, Ν (ιδίως στον πληθ.) οι ρονιές και οι ρουνιές α) οι σταγόνες τής βροχής που πέφτουν από τη στέγη β) η ροή τών δακρύων («τα μάτια του έτρεχαν ρονιές», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για συμφυρμό τών λ. ροή και σταλιά, πιθ. κατ… …   Dictionary of Greek

  • ρονιά — η σταγόνα νερού, στάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρουνιά — η, Ν βλ. ρονιά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»